- πολυμέριστος
- πολυ-μέριστος,A gloss on πολυσχιδής, Sch.Opp.H.4.409.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυμέριστος — ον, Α πολυσχιδής, διαιρεμένος σε πολλά μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μέριστος (< μερίζω), πρβλ. ευ μέριστος] … Dictionary of Greek